μεταρσιολεσχία

μεταρσιολεσχία
μεταρσιολεσχία, ἡ (Α) [μεταρσιολέσχης]
η φλυαρία σχετικά με αφηρημένα και ασύλληπτα θέματα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταρσιολεσχίας — μεταρσιολεσχίᾱς , μεταρσιολεσχία fem acc pl μεταρσιολεσχίᾱς , μεταρσιολεσχία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”